Δάκοι

Δάκοι
Βλ. λ. Δακία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δάκοι — δάκοῑ , δάκνω bite aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dacians — See also: Dacia, Getae, and Thracians Statues of Dacians surmounting the Arch of Constantine[1] (i.e. southern side, left) The Dacians (Latin …   Wikipedia

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • DACI — pop. erant Transrhenani, Danubio fluv. et Anartibus, silvaeque Hercyniae finitimi, quos olim Hungariae partem habitasse plerique tradunt, et post in maritima loca Norvegiae proxime cessisse. Lucan. l. 2. v. 53. Hinc Dacus, premat inde Getes. Stat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NASAMONES — populi Libyae, prope Occanum Atlanticum, navium Syrtibus involutarum spoliatores, et repto viventes, Lucan. l. 9. v. 439. Quas Nasamon gens dura legit, qui proxima Ponto Nudus rura tenet, quam mundi barbara damnis Syrtis alit; nam litoreis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Γέτες — Αρχαίος λαός θρακικής καταγωγής, που κατοικούσε στην ευρωπαϊκή Σκυθία, ανάμεσα στον ποταμό Δούναβη προς Β και στην οροσειρά του Αίμου προς Ν. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Γ. πιο δίκαιους και ανδρείους από τους Θράκες. Οι Γ. πίστευαν στην… …   Dictionary of Greek

  • Δακία — Αρχαία χώρα, βόρεια του Δούναβη. Αντιστοιχούσε στη σημερινή Ρουμανία και σε ορισμένα εδαφικά τμήματα γειτονικών της κρατών. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν στην αρχή Γέτες και κατόπιν Δακοί Δάκες.Η γλωσσολογία επιβεβαίωσε την άποψη των αρχαίων, ότι… …   Dictionary of Greek

  • Δεκέβαλος — (τέλη 1ου – αρχές 2ου αι. μ.Χ.). Βασιλιάς της Δακίας στα χρόνια του Δομιτιανού και του Τραϊανού. Είναι πιθανό η ονομασία Δ. να σήμαινε βασιλιάς ή αρχηγός στη δακική γλώσσα. Το 84 μ.Χ. οι Δακοί εισέβαλαν στη Μυσία, ρωμαϊκή επαρχία τότε, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

  • Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • (s)ker-3 —     (s)ker 3     English meaning: to turn, bend     Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen”     Note: (see also 1. (s)ker “ shrivel, shrink due to excess dryness, wrinkle up “ and 2. (s)ker ‘spring”)     Material: A. Av. skarǝna “ round “,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”